вешать - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

вешать - translation to Αγγλικά


вешать      
upholster         
  • [[Leather]]-upholstered [[car seat]]s
  • Armchair, designed in 1869 by George Jacob Hunzinger and patented on March 30, 1869. Wood, original upholstery. [[Brooklyn Museum]]
  • A [[motorboat]] [[cockpit]].
COVERING OF FURNITURE WITH PADDING, SPRINGS, WEBBING, AND FABRIC OR LEATHER
Upholstering; Upholster; Upholsterer; Custom Upholster; Apprentice upholster; Apprentice Upholster; Custom upholster; Upholder; Upholstered; Roof lining; Coachtrimmer; Upholstry; Upholstered furniture; Traditional upholstery; Traditional Upholstery; Upholestry; Appolstory; Upholstory

[ʌp'həulstə]

глагол

общая лексика

обивать (мебель)

вешать портьеры и т. п.

обивать (мебель)

вешать (портьеры, ковры и т. п.)

to hang the jib      
вешать нос

Ορισμός

вешать
1. несов. перех.
1) Помещать что-л. в висячем положении, прикрепляя к чему-л., перекидывая через что-л.
2) Предавать смертной казни через повешение.
2. несов. перех. разг.
То же, что: взвешивать (1).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για вешать
1. Сначала мы всей семьей спорили, покупать или не покупать елку, потом - вешать гирлянды или не вешать.
2. Красный фонарь перед входом вешать необязательно.
3. Остальные мозаики будут вешать по мере готовности.
4. Серийный убийца Василий Кулик любил вешать кошек.
5. Женский гардероб: надеть нечего, а вешать некуда.
Μετάφραση του &#39вешать&#39 σε Αγγλικά